λόχος

λόχος
ο (AM λόχος, Μ και λόγχος)
νεοελλ.
1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό
2. πολλά άτομα μαζί
3. φρ. «ιερός λόχος»
α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ. Υψηλάντη και το οποίο απαρτιζόταν από 500 Έλληνες σπουδαστές και διανοουμένους και εμφανίστηκε ως το πρώτο ελληνικό τακτικό στρατιωτικό σώμα, αλλά αποδεκατίστηκε πολεμώντας ηρωικά στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο 1821
β) στρατιωτικό σώμα από 300 περίπου μαχητές, κυρίως επιστήμονες, φοιτητές και αξιωματικούς, που συγκροτήθηκε στη Θήβα και έδρασε ηρωικά κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο τού 1876-1877
γ) στρατιωτικός σχηματισμός επιλέκτων που συγκροτήθηκε κυρίως από αξιωματικούς από την ελεύθερη ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο και έδρασε αξιόλογα κατά την περίοδο 1941-1944
μσν.-αρχ.
1. τόπος που χρησίμευε για ενέδρα («εἰ γὰρ νῡν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα πάντες ἄριστοι ἐς λόχον», Ομ. Ιλ.)
2. η πράξη τού ενεδρεύω, η ενέδρα, το καρτέρι, η παγίδευση («εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ», Ησίοδ.)
αρχ.
1. ο δούρειος ίππος, ως τόπος όπου ενέδρευαν ένοπλοι («τρὶς δὲ περίστειξας κοῑλον λόχον ἀμφαφόωσα», Ομ. Οδ.)
2. τα πρόσωπα που ενεδρεύουν, στίφος ενόπλων που ενεδρεύουν, συμμορία («φυλακὴ δέ τις ἔμπεδος ἔστω, μὴ λόχος είσέλθῃσι πόλιν λαῶν ἀπεόντων», Ομ. Ιλ.)
3. ένοπλο σώμα στρατιωτών, συνήθως πεζών και σπανίως ιππέων, το οποίο δεν είχε σταθερό αριθμό σε όλους τους στρατούς («εἴ περ οἵδε κινοῡνται λόχοι πρὸς ἄστυ Θήβης», Σοφ.)
4. κάθε σύνολο προσώπων («ἴδετε παρθένων ἱκέσιον λόχον», Αισχύλ.)
5. συγκροτημένο άθροισμα πολιτών με ορισμένους σκοπούς, πολιτικό σωματείο ή εταιρεία («πρῶτον μὲν οὐ κατὰ λόχους, ἀλλὰ κατὰ φυλὰς ἐβιάζοντο γίγνεσθαι τὴν ψηφοφορίαν», Πλούτ.)
6. μτγν. σύνολο 16 ανδρών
7. απόσπασμα από 8 ελαφρώς οπλισμένους άνδρες
8. (για πτηνά) σμήνος
9. (για ζώα) αγέλη, ποίμνιο, κοπάδι
10. τοκετός, γέννα
11. φρ. α) «ἱερὸς λόχος» — επίλεκτο στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από 300 άνδρες, το οποίο συστάθηκε το 379 π.Χ. στην αρχαία Θήβα από τον Επαμεινώνδα και τον Γοργίδα, όταν η πόλη έδιωξε τους Λακεδαιμονίους που τήν είχαν καταλάβει
β) «ξύλινος λόχος» — τα πλοία τού εχθρού
12. ονομασία ενός μήνα τού μακεδονικού ημερολογίου που αντιστοιχούσε προς τον αττικό Μαιμακτηριώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα λοχ- τού θέματος λεχ- τού ρ. λέχομαι* «πλαγιάζω, ξαπλώνω». Ο τ., που αρχικά σήμαινε τη φωλιά, τον τόπο όπου μπορεί κάποιος να κοιμηθεί, να αναπαυθεί, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη γέννηση ενός παιδιού ή ζώου, ενώ ήδη στον Όμηρο η λ. απαντά με τη σημ. «ενέδρα, καρτέρι, παγίδα» και συγκεκριμένα με τη σημ. στρατιωτικού αποσπάσματος σε ενέδρα, από όπου στους ιστορικούς η χρήση της λ. ως στρατιωτικού όρου σημαίνει «λόχος», όπως χρησιμοποιείται και σήμερα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λοχός — λοχός, ἡ (Α) λεχώνα («Ἀριστολοχία, ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῡ δοκεῑν ἄριστα βοηθεῑν ταῑς λοχοῑς», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λόχος με αλλαγή γένους και καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα] …   Dictionary of Greek

  • λοχός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχος — ambush masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχος — ο στρατιωτική μονάδα του πεζικού, τμήμα του τάγματος που το διοικεί λοχαγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… …   Dictionary of Greek

  • Αιδώλιος λόχος — Ένας από τους λόχους που αποτελούσαν τον στρατό της αρχαίας Σπάρτης …   Dictionary of Greek

  • Лох войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая ¼ моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 человек, следовательно, Л. имел от 100 до 200 человек. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Лох, войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая 1/4 моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 чел., след., Л. имел от 100 до 200 чел. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι. Начальником Л …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • λόχω — λόχος ambush masc nom/voc/acc dual λόχος ambush masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχέ — λοχός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”